

Καθώς έρχεται κανείς σε επαφή με τα ίδια τα αντίτυπα διαπιστώνει με αρκετή βεβαιότητα πως βρίσκεται μπροστά στη συλλογή ενός ανθρώπου με περιορισμένα οικονομικά μέσα. Θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε επιγραμματικά, και κάπως συγκινησιακά, «η πλούσια βιβλιοθήκη ενός φτωχού ανθρώπου». Πολλά φθαρμένα αντίτυπα από το σαράκι, πολλά χωρίς κάποιες σελίδες, με τα εξώφυλλα της βιβλιοδεσίας ξεκολλημένα, τη ράχη σπασμένη. Αντίθετα τα αντίτυπα σε καλό χαρτί είναι μετρημένα, όπως και τα χρυσωμένα, τα καλοδουλεμένα ή με κάποιο βιβλιόσημο αξίας. Μπορούμε να τον φανταστούμε να τριγυρνάει στα παλαιοπωλεία, να επισημαίνει εκείνα τα κομμάτια που θα μπορούσε να διαπραγματευτεί, να τα παζαρέψει. Πολλά θα τα συγκέντρωσε χωρίς να τα αγοράσει. Ήταν όσα οι άλλοι λογάριαζαν για άχρηστα.
Οι μεγάλες βιβλιοθήκες, οι βιβλιοθήκες ταμεία της γνώσης, αποφεύγουν συστηματικά τα φθαρμένα αντίτυπα. Πολύ σωστά. Ωστόσο, στο επίπεδο των προσεγγίσεων που τείνουμε σιγά-σιγά να φθάσουμε, εννοώ στη χρήση του βιβλίου, στο βιβλίο ως μάρτυρα ανάγνωσης, όχι απλώς της γραφής και της εκτύπωσης, ετούτα τα «φθαρμένα» αντίτυπα μπορούν να προσφέρουν κάποτε περισσότερες πληροφορίες. Γιατί η φθορά είναι, κατά τεκμήριο, η επέμβαση του χρήστη, του αναγνώστη. Είναι το δυναμικό στοιχείο στη βιβλιογραφία, στην ιστορία του βιβλίου, και περιμένει να το επισημάνουμε, να το αναδείξουμε και να το εκμεταλλευτούμε.
Απόσπασμα
από τον πρόλογο του Αλέξη Πολίτη στο
Κατάλογος Βιβλίων της Συλλογής 'Αγγελου Παπακώστα,
Ρέθυμνο 1993.